- ἐπιδέεσθαι
- ἐπιδέωbindpres inf mp (epic ionic)ἐπιδέω 1bindpres inf mp (epic ionic)ἐπιδέω 2wantpres inf mp (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδέω — (I) ἐπιδέω (Α) 1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.) 2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»]. (II) ἐπιδέω (AM) είμαι ελλιπής,… … Dictionary of Greek